Η κουζίνα μακρόστενη. Στη μια πλευρά της το ψυγείο, το τραπέζι με τις καρέκλες του, κάποιο παλιό μπαούλο και στον απέναντι τοίχο, ο πάγκος εργασίας της θείας Τασίας, ο νεροχύτης και βεβαίως αυτό που λέγαμε πετζογκάζι. Ξέρεις αυτό το λευκό, με τις τρεις εστίες σε διαφορετικά μεγέθη, που στο κέντρο του είχε τη μικρότερη εστία για τον ελληνικό καφέ. Τον χώρο αυτόν τον ήξερα καλά. Πολύ καλά θα έλεγα, μιας και ηθελημένα και… “εντελώς τυχαία”, περνούσα σχεδόν κάθε μεσημέρι για να χαιρετήσω τη θειά μου και τα ξαδέλφια μου, που εκείνη την ώρα, σε καθημερινή, εβδομαδιαία βάση, έτρωγαν τις φρεσκοτηγανισμένες πατάτες της μαμάς τους.
-Αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν μόνο με πατάτες τηγανιτές, δεν τρώνε τίποτ’ άλλο και η συννυφάδα μου, τους κάνει το χατήρι! Τα έχει κακομάθει, πάει και τελείωσε.
Έλεγε η μάνα μου και εγώ έσκαγα απ’ τη ζήλια μου. Όχι ότι δεν έμπαιναν σπίτι μας οι πατάτες, αλλά να, κάθε που τις σκεφτόμουνα, λαχταριστές, τραγανές και ροδοψημένες στα πιάτα της Νούλας και του Νίκου κάθε μεσημέρι, δεν άντεχα στον πειρασμό και περνούσα απ’ την κουζίνα τους για να πάρω το μεζεδάκι μου.
Η μεσημεριανή μου υποχρέωση, μετά το σχολείο, ήταν να πηγαίνω στο φούρνο, δίπλα στο σπίτι της θείας, για να πάρω το ψωμί μας. Μια λευκή φρατζόλα, πολυτελείας παρακαλώ. Στη δεκαετία του ’60 το μαύρο ή το χωριάτικο είχαν σχεδόν εκτοπιστεί απ’ τα σπίτια και τις διατροφικές μας συνήθειες. Οι πατάτες ευτυχώς όχι. Και πόσο μου ταίριαζαν γευστικά με το άσπρο πολυτελείας, δεν λέγεται. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η φρατζόλα έφτανε μισή στο σπίτι, μιας και είχε περάσει πρώτα απ’ την κουζίνα της θείας με τις πατάτες και μεις τα παιδιά μασουλούσαμε με μεγάλη ευχαρίστηση, άμυλο με άμυλο.
Τελειώνω με τις γλυκές παιδικές μου αναμνήσεις και διακτινίζομαι από τη δεκαετία του ’60 στο σήμερα. Κάπου βόρεια και συγκεκριμένα στο ακριτικό χωριό Νότια της Πέλλας. Στο όμορφο αυτό χωριό που βρίσκεται δίπλα στα πασίγνωστα λουτρά Λουτρακίου ή Πόζαρ με το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλοντα χώρο, όπου κυριαρχούν οι υψομετρικές διαφορές ανάμεσα στα γεμάτα δέντρα όρη και την πεδιάδα στην οποία δίνει ζωή ο Αλμωπός ποταμός, συντελείται ένα μικρό θαύμα. Νέοι παραγωγοί, ένωσαν τις δυνάμεις τους για την καλλιέργεια πατάτας με ονοματεπώνυμο. Το υγρό και ηπειρωτικό κλίμα της περιοχής είναι ο σπουδαίος σύμμαχος αυτών των παραγωγών. Στα εύφορα χώματά τους, οι μικροκαλλιεργητές παράγουν φρέσκες πατάτες, με ένα ελαφρώς υποκίτρινο χρώμα, ανώτερης ποιότητας και μοναδικής νοστιμιάς, τις πατάτες που πήραν το όνομα Καρπός φροντίδας. Εύστοχη ονομασία, μιας και η πατάτα είναι ένας εξαιρετικός καρπός της γης, έχεις θρέψει και συνεχίζει να θρέφει γενιές και γενιές και το σπουδαιότερο, για το συγκεκριμένο χωριό τη Νότια, έχει δώσει την ευκαιρία να συσπειρωθούν και να μείνουν στον τόπο τους, άξιοι καλλιεργητές που βλέπουν τον κόπο τους να ανθίζει, να καρπίζει και να τροφοδοτεί πια, εδώ και λίγα χρόνια μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα.
Κατά τα πρώτα στάδια της όλης ενέργειας, έμφαση δόθηκε στην επιλογή μικρών αποκλεισμένων αγροτών, αλλά και νέων ανέργων που επέστρεψαν στον τόπο τους με αντικείμενο την καλλιέργεια της φρέσκιας και εξαιρετικής αυτής πατάτας. Φροντίδα λοιπόν. Να ο απώτερος στόχος αυτών των ανθρώπων. Φροντίδα για τον τόπο τους, το σπίτι τους, την οικογένεια και τα παιδιά τους. Συγκινητική προσπάθεια, που έχει πάρει σάρκα και οστά και δίνει ζωή και πνοή σε μια ολόκληρη περιοχή βόρεια της χώρας μας. Δε μένει παρά να βοηθήσουμε και μεις ως καταναλωτές, με την προτίμηση μας σε αυτές τις γευστικότατες πατατούλες, ώστε η προσπάθεια αυτή να μπορέσει να συνεχιστεί και να φέρει πολλαπλάσιους καρπούς για αυτούς, αλλά και για άλλους εργαζόμενους σχετικούς με το αντικείμενο.
Και τώρα επί τω έργω με τον Καρπό Φροντίδας της Νότιας. Κατευθείαν απ’ τα χωράφια στην κουζίνα μου.
Υλικά (για 35 μπουκίτσες)
- 800 γρ. πατάτες
- Γάλα φρέσκο, περίπου μισό φλ.τσ.
- 1 σκελίδα σκόρδο πολτοποιημένο ή 1/2 κ.γ. σκόρδο σκόνη
- 50 γρ. φιστίκια Αιγίνης – ψίχα
- Κουρκουμά
- Γλυκιά ή καπνιστή πάπρικα
- Ανθό αλατιού
- Ψιλό αλάτι
- 2-3 κ.σ. λιωμένο βούτυρο γάλακτος
Εκτέλεση
- Βάζω τις πατάτες σε κρύο νερό, τις αφήνω 5-6 λεπτά και μετά χρησιμοποιώντας σφουγγάρι ή βουρτσάκι τις καθαρίζω πολύ καλά από τα χώματα.
- Τις βάζω σε κατσαρολάκι με κρύο νερό και τις βράζω περίπου 20 λεπτά σε δυνατή φωτιά ή ώσπου να δω ότι έχουν μαλακώσει, αλλά όχι να λιώσουν.
- Όσο βράζουν οι πατάτες, καθαρίζω τα φιστίκια, τα σπάω στο μούλτι, τα ανακατεύω με ανθό αλατιού και τα βάζω σε ένα μπολάκι. Σε ξεχωριστά μπολάκια βάζω και τον ανθό αλατιού, τον κουρκουμά και την πάπρικα.
- Καθαρίζω τις πατάτες από τις φλούδες τους, όσο είναι ζεστές, τις λιώνω με το πιρούνι σε ένα μπολ, προσθέτω το σκόρδο, ελάχιστο ψιλό αλάτι και αρχίζω να ρίχνω σιγά σιγά το γάλα. Εδώ πρέπει να προσέξουμε ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένας σφιχτός πουρές και όχι αραιός. Και αυτό γιατί θα πρέπει να πλάσουμε τον πουρέ μας σε μικρά μπαλάκια.
- Σε ένα μπολάκι βάζω το λιωμένο βούτυρο γάλακτος και αρχίζω να πλάθω τα μπαλάκια, σαν μικρές γκαζές, βουτυρώνοντας τακτικά τα χέρια μου με το βούτυρο, το οποίο αφ’ ενός δίνει μια λεπτή γεύση στις μπουκίτσες και αφ’ ετέρου δεν κολλάει ο πουρές στα χέρια.
- Όταν τελειώσω το πλάσιμο, παίρνω μερικά μπαλάκια πουρέ και τα περιτυλίγω με τα σπασμένα φιστίκια. Αφού τελειώσω με τα φιστίκια, κάνω το ίδιο με τον ανθό αλατιού, την πάπρικα και τον κουρκουμά.
- Τακτοποιώ τα μπαλάκια σε ρηχό ταψάκι καλυμμένο με αντικολλητικό χαρτί και τα ψήνω στον αέρα στους 200 βαθμούς, μόνο για 10 λεπτά.
- Έτοιμες πια οι πικάντικες και αλμυρούτσικες μπουκίτσες μας, μπορούν να συνδυαστούν με πολλά πιάτα σε έναν εορταστικό, γιορτινό μπουφέ ή γιατί όχι και στο καθημερινό μας τραπέζι.
Καλή σας επιτυχία
Leave a Reply