Λιγκουίνι με μελωμένο φινόκιο

Και πριν προλάβω να τακτοποιήσω τα ψώνια μου απ’ τη λαϊκή, μια δυνατή φωνή πίσω απ’ την πλάτη μου, απότομη, γεμάτη απορία και κυρίως έκπληξη, κόβει τον ειρμό των σκέψεων.”Τι είναι αυτά; Και τόσα πολλά;!”
Ωχ, σκέφτομαι, μας πιάσανε στα πράσα. Για την ακρίβεια μας πιάσανε στα φινόκια. Και η αλήθεια δεν είχε άδικο ο αγαπημένος ελεγκτής του οίκου τούτου.
“Τι τα θες χριστιανή μου τόσα φινόκια;” Ξεροκαταπίνω, πετάω και έναν ψεύτικο βήχα, κερδίζεις χρόνο έτσι, τσεκαρισμένο και τι ν’ απαντήσω η χριστιανή;
Ότι τα βρήκα στο τελείωμα της αγοράς και φόρτωσα. Πόσα πια να καταναλώσουμε από τη γεμάτη με φινόκια σακούλα.
“Άκου να σου πω, λέω επιθετικά και αμυντικά ταυτόχρονα, είναι top secret και για την ακρίβεια, top kitchen secret, δε θα στα λέω και όλα”.
Σαν να μαζεύεται ο καλός μου, σαν να κουνάει το κεφάλι του, σαν να λέει, τι θέλω και ρωτάω, αφού τα τρώω όλα τα πειράματα της, σαν να το πήρε απόφαση ότι τα τετραγωνικά της κουζίνας είναι οριοθετημένα και χρειάζεται βίζα για να μπει, βάζει τα χέρια στις τσέπες και φεύγει λέγοντας. “Τουλάχιστον να τρώγεται ό,τι φτιάξεις”.
Πάω να τα πάρω… αλλά, άσε για άλλη φορά.

Αλήθεια θεέ μου, τι θα τα κάνω τόσα φινόκια, τι με έπιασε και έπεσα με τα μούτρα στον πάγκο του παραγωγού; Λες να ήταν η στεντόρεια φωνή του, το θεληματικό του πιγούνι, το διαπεραστικό του βλέμμα ή η πεσμένη τιμή των προϊόντων του; Αλλά να βρε Μαράκι, πως πας εσύ στις εκπτώσεις και αγοράζεις δέκα δέκα τα φουστάκια και τα μπλουζάκια, έτσι και γω, μαζί με άλλες προκομμένες, πέσαμε στη σαγήνη του παραγωγού και των φινόκιων του.

Ουφ, τέλος πάντων, έχει ήδη περάσει η ώρα των πολλών σκέψεων και των προβληματισμών και έχει έρθει η ώρα για μαγειρέματα. Για γρήγορα μαγειρέματα. Και τι ποιο γρήγορο από μια μακαρονάδα;
“Ας βάλω λιγκουίνι, σκέφτομαι, που αρέσουν και στους δυο μας. Για ιδιαίτερες σάλτσες ούτε λόγος”.
“Ένα φινόκιο κομμένο σε ροδέλες και καραμελωμένο όπως τα κρεμμύδια. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο”.

Και βάζω που λες το νερό να βράζει για τα λιγκουίνι 250 γρ. και αρχίζω την εύκολη και απλή διαδικασία της κοπής σε ροδέλες ενός μεγάλου φινόκιου.

Και βάζω τις ροδέλες στο τηγάνι με μπόλικο ελαιόλαδο, αλατάκι, πιπεράκι, πάπρικα, κουρκουμά και καυτερή πιπερίτσα, να πάρουν φωτιά τα σωθικά μας και μια γερή κουταλιά σούπας θυμαρίσιο μέλι και έρχεται και μελώνει το φινόκιο, μόλις δέκα λεπτά στο τηγάνι, σε σιγανή φωτιά και έρχονται και τα συχαρίκια, άμα τη λήξει του σιωπηλού γεύματος.

Και που είσαι, τριμμένο τυρί της αρεσκείας σου και έξτρα πάπρικα στο πιάτο και θυμάρι φρέσκο για το χρώμα. Κόκκινο και πράσινο, για άλλη μια φορά συνυπάρχουν αρμονικά τα δυο αγαπημένα χρώματα στο τραπέζι μου. Όσο για το χρυσαφί του φινόκιο, φτιάξτο και πες μου.

Καλή σας επιτυχία

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *