Κορόμηλα ή τζάνερα μαρμελάδα

Ένα φτου ου ου…  ακούστηκε και το κουκουτσάκι εκτοξεύτηκε απ’ το στόμα, διαγράφοντας μισό ημικύκλιο, λίγο πριν πέσει σε λοξή πορεία  στο χώμα. Το λιγοστό επιφανειακό χώμα, ξερό και στεγνό πάνω από έναν σχεδόν συνεχόμενο βράχο που κυριαρχούσε στον κήπο, υποδέχτηκε το κουκουτσάκι. Το κουκουτσάκι αισθάνθηκε άβολα σε ένα περιβάλλον όχι τόσο φιλικό γι’ αυτό. Στροβιλίστηκε ανάμεσα στα πεσμένα, απ’ τον δυνατό αέρα, φύλλα, ώσπου τελικά βρήκε μια σχισμή και χώθηκε εκεί.
“Εδώ θα τη βγάλουμε, σκέφτηκε, αν τα καταφέρουμε τελικά και επιζήσουμε”. Ηρέμησε, χαλάρωσε και αφέθηκε στις φροντίδες της φύσης και της κυρίας του τέταρτου που συχνά πυκνά κατέβαινε για τα ποτίσματα και έλεγχο των φυτών που με κόπο είχαν μεγαλώσει.
Περάσαν μήνες ώσπου ένα πρωινό, η κυρία του τέταρτου είδε ένα φιντανάκι να ξεπροβάλλει στην πίσω δεξιά γωνία του κήπου, ακριβώς εκεί που άρχιζε ο μεγάλος βράχος. Έσκυψε, παρατήρησε προσεχτικά τα φυλλαράκια στο ισχνό κορμάκι, τα χάιδεψε και “έσκαψε” με μια μυτερή πέτρα έναν κύκλο γύρω απ’ το φιντανάκι ώστε εκεί να συγκεντρώνεται το νερό της βροχής και των ποτισμάτων της.
“Σίγουρα δεν είσαι αγριάδα, ούτε ζιζάνιο, θα σε αφήσω να δούμε τι θα μας προκύψεις”, του σιγοψιθύρισε ενώ πότιζε τα γύρω μικρόσωμα δέντρα. Πέρασαν περίπου τρία ή τέσσερα χρόνια, το φιντανάκι που άθελα του βρέθηκε στον κήπο με το βράχο, σε πείσμα των συνθηκών, μεγάλωνε και έδειχνε να παίρνει ύψος, να απλώνει κλαράκια και να παίρνει μια όμορφη φόρμα ενός λεπτεπίλεπτου χαμηλού δέντρου.
Κάποια Άνοιξη και ενώ η κυρία του τέταρτου πότιζε τον κήπο, σχεδόν τρόμαξε, έμεινε αποσβολωμένη πλησιάζοντας το φιντανάκι της, μεγάλο πια, που τα κλαδάκια του, απλωμένα σαν μια ομπρέλα, ήταν γεμάτα  λευκορόδινα ανθάκια, ανάμεσα σε μικρά πριονωτά πράσινα φυλλαράκια.
“Ω, ω ω ω, αναφώνησε, εδώ έχουμε και καρπούς, αχ και να ήξερα τι καρπούς θα μας δώσεις”.
Η κυρία του τέταρτου, παιδί της πόλης κι’ αυτή, ούτε που φανταζόταν ότι το φιντανάκι της που με μεγάλη προσοχή και υπομονή το πρόσεχε και το παρατηρούσε χρόνια να μεγαλώνει, ούτε που φανταζόταν ότι κάποια μέρα αυτό το μικρό κομψό δεντράκι θα της έδινε ζουμερούς, σκουρόχρωμους μωβ καρπούς, ελαφρά ξινούτσικους που θα γίνονταν στη χύτρα της μια υπέροχη μαρμελάδα που θα γεύονταν η ίδια, η οικογένεια και οι φίλοι της.

“Και τελικά ποιο είναι το όνομα του δέντρου, γιαγιά” ρώτησαν ανυπόμονα τα εγγόνια της, όταν η κυρία του τέταρτου ολοκλήρωσε την ιστορία στα αγαπημένα φιντανάκια της που μόλις είχαν τελειώσει το παγωτό τους και ήταν ακόμα πασαλειμμένα με τη φρέσκια μαρμελάδα που είχε προσθέσει στα μπολάκια τους.

“Κορομηλιά, αγαπημένα μου, κορομηλιά ή και τζανεριά”.

Υλικά

  • 2 κιλά καθαρό φρούτο
  • 1.500 γρ. ζάχαρη

Διαδικασία

  • Πλένω τα κορόμηλα και με ένα κοφτερό μαχαιράκι κόβω κομματάκια γύρω απ’ τα κουκούτσια τους.

  • Τα τακτοποιώ σε φαρδιά κατσαρόλα εναλλάξ σε στρώσεις με τη ζάχαρη. Τα αφήνω να μείνουν τρεις-τέσσερεις ώρες ώστε να βγάλουν τα ζουμιά τους.
  • Στη συνέχεια τα βράζω σε δυνατή φωτιά, χωρίς να προσθέσω καθόλου νερό. Στα δέκα (10) περίπου λεπτά και αφού τα ξαφρίζω, τα κορόμηλα έχουν γίνει, έχουν δέσει υπέροχα και είναι έτοιμα για να μπουν στα βαζάκια μου.

  • Να πω ότι δεν έβαλα καθόλου χυμό λεμονιού, μιας και διαπίστωσα ότι έχουν πηκτίνη που έδεσε υπέροχα τη “ρουστίκ” μαρμελάδα μου, δεν χρειάστηκε να τα βράσω δεύτερη φορά, όπως συνήθως κάνω με τις μαρμελάδες αλλά ούτε να τα πολτοποιήσω με το ραβδομπλέντερ. Ήθελα κάποια κομματάκια φρούτου που έμειναν χωρίς να λιώσουν, να δίνουν ένα υπέροχο γλυκόξινο “δάγκωμα”, είτε στο παγωτό (τέλειο) είτε πάνω σε λεπτή φρυγανιά.

 

  • Εύχομαι ένα κουκουτσάκι που θα πετάξετε εσκεμμένα στον κήπο ή στη γλάστρα σας, να ανοίξει, να βγει φιντανάκι, να το καμαρώσετε να μεγαλώνει και με υπομονή και αγάπη να καρποφορήσει και να έρθει η γλυκιά ώρα που θα φτιάξετε και σεις αυτήν την υπέροχη μαρμελάδα-γλυκό.

   

Καλή σας επιτυχία – καλύτερη απόλαυση


Posted

in

by

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *