Μια από τις αναμνήσεις των όμορφων παιδικών μου χρόνων είναι η μυρωδιά του βρασμένου πατσά, στο εξοχικό μας στη Νέα Μάκρη. Θυμάμαι τη μάνα μου με το που τελείωνε η σχολική χρονιά, δημοτικό τη δεκαετία του ‘ 60, να φτιάχνει τσάντες, τσαντούλες, και διάφορα άλλα μπαγκάζια και να τα φορτώνει, άλλοτε σε αγοραίο ταξί της εποχής και άλλοτε στη “σακαράκα” του αγαπημένου θείου Κυριάκου, με προορισμό το παραθαλάσσιο χωριό μας και τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Σβέλτη και ζωντανή γυναίκα η μάνα μου, μέσα σε δυο μέρες είχε ασπρίσει, είχε καθαρίσει, είχε ξεχορταριάσει τον κήπο, είχε τακτοποιήσει τα του οίκου, ώστε οι επόμενες πολλές μέρες να μας βρουν ξένοιαστες και με το καλοκαιρινό μας πρόγραμμα σε άμεση εφαρμογή.Το ημερήσιο πρόγραμμα πάντα σταθερό, αλλά ποτέ ρουτινιάρικο. Είναι αυτή η γλυκιά σταθερότητα, που σου εξασφαλίζει σιγουριά, ασφάλεια και προσμονή για την επόμενη μέρα που θα κάνεις πάλι τα ίδια όμορφα πράγματα.Πρωινό μπάνιο, φαγάκι απ’ τα αγαπημένα χέρια, σιέστα, απογευματινό ποδήλατο, βόλτα με φίλες και το βράδυ θερινό σινεμά.
Στο εβδομαδιαίο μαγειρικό της πρόγραμμα, υπήρχε η μέρα του πατσά. Και ήταν πάντα Πέμπτη.Κάθε Πέμπτη λοιπόν, πρωί- πρωί εκεί γύρω στις 7 μας χτυπούσε την πόρτα ο “πατσατζής” μας.Ούτε που θυμάμαι το όνομα του μεγαλόσωμου και γλυκύτατου αυτού κυρίου, που φορτωμένος με κουβάδες, μοίραζε στη γειτονιά την πραμάτεια του.Με το που έφευγε , η μάνα μου η κυρά Μαρίτσα έπιανε δουλειά. Αλατόνερο και λεμόνια για τον πατσά, ώριμες ντομάτες, κρεμμύδια, και σκόρδα. Πολλά σκόρδα!!!Εννιά η ώρα το αργότερο, όλα τα παραπάνω υλικά είχαν μπει στη πελώρια κατσαρόλα και σιγόβραζαν στο γκάζι ως αργά το μεσημέρι.Στην αρχή η μυρωδιά ήταν παράξενη, κάπως βαριά, όμως όσο πέρναγε η ώρα μια γλύκα μελωμένη αναδυόταν απ’ την κουζίνα μας.
Η παιδοπαρέα, από ξαδέλφια και φίλους, γύρω απ’ το τραπέζι της κουζίνας έπαιζε Monopoly, περιμένοντας το σύνθημα της κυρά Μαρίτσας, ότι ο πατσάς της, αυτό το κατακόκκινο, καλοκαιρινό της φαγάκι, βάλσαμο και ζάχαρη, βελούδινο και λιγωτικό μαζί, είναι έτοιμο.Για πότε μαζευόταν το επιτραπέζιο, για πότε στρωνόταν το τραπέζι ούτε που θυμάμαι.Φωνές, αλαλαγμοί και σπρωξίματα, κουτάλες, κουτάλια και βαθιά πιάτα, καρέκλες και σκαμνάκια, αναψοκοκκινισμένα μουτράκια, τραβήγματα μαλλιών, πιπέρια κι’ αλάτια, και κόκκινο και άσπρο απ’το γεράνι της αυλής και το γαλάζιο της κουρτίνας …όλα ανάκατα σε μια εικόνα ακόμα ζωντανή κι ας έχουν περάσει δεκαετίες.
Κι ο ενορχηστρωτής η μάνα μου, να βάζει δυνατή φωνή για να σκεπάσει το πανδαιμόνιο και να λέει το κλασικό.
“βουρ στον πατσά παιδιά, με το καλό και την άλλη Πέμπτη!”
ΥΛΙΚΑ
- 1 1/2 κιλό πατσά και ποδαράκι μοσχαρίσια
- 2 ώριμες ντομάτες
- 2 κρεμμύδια
- 1 κεφάλι σκόρδο
- Αλάτι, πιπέρι
- Ξύδι
Εκτέλεση
- Καθαρίζω και πλένω καλά τον πατσά και το ποδαράκι.
- Τα βάζω σε βαθιά κατσαρόλα. Προσθέτω νερό τόσο όσο να σκεπαστούν καλά.
- Τα βάζω στη φωτιά και όταν αρχίσει να εμφανίζεται ο αφρός, τον αφαιρώ με την κουτάλα.
- Χαμηλώνω τη φωτιά στο μισό και αφήνω να βράσουν.
- Εντωμεταξύ καθαρίζω τα κρεμμύδια και όλες τις σκελίδες του σκόρδου.
- Αφαιρώ τα φύτρα απ τις σκελίδες και πλένω τις ντομάτες. Ούτε τις κόβω, ούτε τις ξεφλουδίζω.
- Μετά από ένα δίωρο, προσθέτω τα κρεμμύδια ολόκληρα, τις σκελίδες και τις ντομάτες.
- Στις 3 περίπου ώρες και αφού έχω βεβαιωθεί ότι έχει βράσει καλά ο πατσάς, τον βγάζω και τον ψιλοκόβω.
- Ξεκοκαλίζω και το ποδαράκι και ξαναρίχνω τα κρεατάκια του στην κατσαρόλα.
- Στο τρίωρο θα προσθέσω ζεστό νερό, ώστε να συνεχίσει το βράσιμο. Προσθέτω και το αλάτι.
- Αφήνω να βράσουν όλα μαζί για περίπου άλλη μια ώρα, ή ώσπου να χυλώσει ο ζωμός.
- Σερβίρω με το γνωστό σκορδοστούμπι. (Ξύδι με ψιλοκομμένο σκόρδο)
Καλή επιτυχία
Leave a Reply